- μεταλλάσσονται
- μεταλλάσσωchangepres ind mp 3rd plμεταλλάσσωchangepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταο — και νταο, το, Ν άκλ. 1. (στην κινεζική φιλοσ.) η ορθή οδός, η οδός που οδηγεί στον ουρανό 2. (στον κομφουκισμό) η ορθή οδός τής ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο ορθός τρόπος ζωής 3. (στον ταοϊσμό) η πρώτη αρχή από την οποία πηγάζει κάθε είδους ύπαρξη… … Dictionary of Greek
αλληλόμορφο — Στη βιολογία, δύο ή περισσότερα γονίδια που καταλαμβάνουν την ίδια σχετική θέση πάνω σε ομόλογα χρωμοσώματα και ζευγαρώνονται κατά τη διάρκεια της μειωτικής διαίρεσης όταν βρίσκονται στο ίδιο κύτταρο. Τα γονίδια αυτά έχουν διαφορετικές επιδράσεις … Dictionary of Greek